3. ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΕΣ-ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ

 Όταν ο Θεός  δημιουργούσε τον κόσμο, έπλασε αυτό το τόπο ιδιαίτερα όμορφο γιατί τον προώριζε  να γίνη ο κλήρος της Θεοτόκου, το Περιβόλι της Παναγίας μας.       
 Ο τόπος είναι πλασμένος γιά λατρεία.Στο παραδεισένιο περιβάλον του γαλινεύει και ο ποιό ταραγμένος άνθρωπος  και ειρηνεύει. Η ψυχή το νοιώθει και γι’αυτό αγάλεται και αναπαύεται στην προσευχή και τη δοξολογία.Εδώ οι βυζαντινές ψαλμωδίες αποθέτουν στη ψυχή κάθε κουρασμένου ανθρώπου βάλσαμο και την αποσπούν από τις κακίες και αθλιότητες του κόσμου και την ανεβάζουν στα ουρά νια. Το ίδιο ένοιωθε εδώ και η ψυχή των αρχαίων μας προγόνων, τότε που η προσδοκία της λύτρωσης μπερδευόταν με τη λατρεία των ειδώλων. Το μαρτυρούν τα απομεινάρια των αρχαίων ειδωλολατρικών ιερών όπως: ο “παλαιόπυργος”, ένας μονόλιθος πελεκιτός βωμός μήκους 2
μέτρων πλάϊ στον πύργο, μία λειασμένη μαρμα- ρόπετρα με ένα διπλό ορθογωνι κό αυλάκι, ακριβώς στο σχήμα και στο μέγεθος του βωμού, προσανατο λισμένη προς τον “παλαιόπυργο” που  είναι  γνω- στή  σαν “ευαγγέλιο”, οι ναοί του Από λωνος και της Αρτέμιδος, τό ‘’ειδωλείο“ ανατολικά της Κερασιάς κ.α. Έδώ ζούσαν οι παρθένες-ιέρειες των ιερών της περιοχής: τά “κοράσια”.  Η παράδοση μας μιλάει γιά αυτή την ιστορία αλλά και τήν παραφθορά του κερασιά  από το κοράσια. Δεν λείπουν βέβαια και οι κερασιές όλων των λογιών από τον τόπο, που ίσως να φυτεύτηκαν γιά να απαλλαγούμε από κάθε παραφθορά.
  Άγιον Όρος, η χερσόνησος του Άθω, το Περιβόλι της Παναγίας. Λέξεις που δεν υποτάσσονται σε ορισμούς, ωστόσο εί ναι ενδεικτικές ενός τόπου και τρόπου ζωής. Εκεί το απρόσμενα θεϊκό συνα - παντάται με το γήινο, που με προσευχή και σιωπηρούς στεναγμούς επιθυμεί να μας γνωρίσει την αγάπη του Πατρός.
 Ο ταξιδιώτης επιλέγει το τόπο μετάβα σής του. O καθένας για τους δικούς του λόγους πλησιάζει την αθωνική πολιτεία, αναζητά κάτι διαφορετικό, και αυτή του το προσφέρει.
  Στο διάβα του ο επισκέπτης, αρχίζει να αισθάνεται οικείος με το απόμακρο και άγνωστο περιβάλλον και το τρόπο ζωής των Μοναχών.   
  Πρώτα θα βρει φιλοξενία στο αρχονταρίκι (η αίθουσα υποδοχής και γενικότερα ο χώρος φιλοξενίας των προσκυνη τών), όπου του προσφέ- ρονται τα παραδοσιακά: καφές, ρακί, λουκούμι και νερό, τα οποία εδώ και χρόνια ξεκουράζουν τον προσκυνητή και στη συνέχεια θα τακτοποιηθεί  στο κατάλυμά του.
  Αισθάνεσαι ότι αυτή η προσφορά είναι μίμηση της δωρεάς και Ουσιαστικής αγάπης του Τριαδικού Θεού. Από την άλλη, η ομορφιά του φυσικού τοπίου, το πράσινο, το ερημικό και βραχώδες, το γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας συνδυ- άζονται αξιοθαύμαστα με τα ακίνητα μνημεία, που η ιστορία τους χάνεται πολλούς αιώνες πίσω. Μέσα σε αταλάντευτη ησυχία ήχοι του παρελθόντος δένουν με τη συνέχεια της λατρευτικής παράδοσης του τυπικού της Βυζαντινής ψαλμωδίας και μας γυρίζουν πολλούς αιώνες πίσω, στην εποχή του Φωκά και του Τσιμισκή, στις Σταυροφορίες, τη διαμάχη ενωτικών και ανθενωτικών, στους Καταλανούς και Σαρακηνούς πειρατές, στο ζυγό των Τούρκων.        
  Ο τόπος, εδώ αναδίνει κάτι ξεχωριστό. Από τα κελλιά στο ναό, από εκεί στην τράπεζα, έπειτα στα διακονήματα, κάπου-κάπου και λίγη ξεκούραση της ανθρώπινής μας φύσης. Γεύεσαι την ποικιλία  του περίβολου με τα υψωμένα τείχη, το στενόχωρο του Κελιού, τη μόνωση του ησυχαστηρίου, την τραχύτητα του σπηλαίου· από τη Μεγίστη Λαύρα στη Σιμωνόπετρα, στην Ξηροποτάμου, τη Νέα Σκήτη, τα κελλιά των μακαριστών Γερόντων: Παϊσίου,  Θεοκλήτου Διονυσιάτου και άλλων μοναχών,  μέχρι  τα  Κατουνάκια   και  τα  Καυσοκαλύβια και αισθάνεσαι δέος με την πίστη και την αφοσίωση στο θεό αυτών των Μοναχών, που τους  γέμισε  με τεράστια αποθέματα υπομονής, επιμονής και θέλησης, ιδιαίτερα εκείνους που διάλεξαν τα πιο απόμακρα, δύσβατα και απόκρημνα μέρη, για να μπορούν απερίσπαστοι να επικοινωνούν, με την προσευχή και υμνολογία, με το Θεό.  Ο κάθε χώρος είναι ξεχωριστά  όμορφος  και όλα μαζί  αφήνουν μια ιδιαίτερη μυρωδιά εμπλουτισμένη από τη μία επιστήμη του “μοναχισμού”, τη  μία δύναμη του  Αγίου  Πνεύματος.
  Η ποικιλία και η ελευθερία υπάρχει σε σχέση ενότητας. Ή ενότητα  και η ομοιο μορφία εκεί ελευθερώνει, Παρθενία, ακτημοσύνη, υπακοή: οι τρεις μοναχικές αρετές. Η μία υποστηρίζει την άλλη και σαν αρμοί δένουν ένα καλοφτιαγμένο σύνολο. Το Ιουλιανό ημερολόγιο, και η Βυζαντινή ώρα προσδίδουν επιπλεόν αρμονία και αντοχή στο θαυμαστό αυτό σύνολο.    
  Έρχεται η ώρα για τον εσπερινό, ακολουθεί τράπεζα μέ λακωνικές κουβέντες, διδακτικές και θεοπρεπείς, μαζί και οι περισταλμένες φιγούρες των μοναχών και το λιτοδίαιτο γεύμα. Ακολουθεί η ανάπαυση ως προοίμιο της ενεργητικότητας της επόμενης ημέρας. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ο ηγούμενος, ο εκκλησιάρχης (μονα χός που φροντίζει για την ευπρέπεια του Καθολικού), οι ψάλτες, ο παπάς, ο διάκος, ο κανονάρχης (μοναχός που  υπηχεί κατά φράσεις ένα τροπάριο πριν τη μουσική του εκτέλεση από τον ψάλτη)  όλοι στη θέση τους. Οι κινήσεις απρο σποίητες, μια ανέκφραστη δραματουργία. Μετάνοιες, σταυροκοπήματα, ασπασμός των εικόνων, των αγίων λειψάνων. Όψεις μιάς ζωής που μαζί με άλλες αποτελούν την καθημερινότητα του εκεί βίου. Η κοινότητα του βίου συντελεί αποτελεσματικά στην κοινωνία της εν Χριστώ ζωής. Μια ποικιλομορφία διακονημάτων συστήνει την πρακτική πλευρά της μοναχικής πολιτείας. Σαν ένα σώμα, ο μάγειρας, ο δοχει άρης (ο υπεύθυνος μοναχός για την αποθήκη τροφίμων της μονής), ο τραπεζά ρης, ο βουρδουνάρης (μοναχός που φροντίζει τους σταύλους της μονής), ο κηπου ρός συλλειτουργούν. Όμως σ’ ένα ζωντανό από το Πνεύμα οργανισμό η καθημερι νότητα δεν είναι ρουτίνα που προκαλεί μονοτονία ή ανία. Απεναντίας, είναι αφο ρμή προσευχής, μετάνοιας, ταπείνωσης του φρονήματος της σαρκός που ρέπει στην αυτονόμηση, ζητά την αυτοθέωση. Αυτό το φρόνημα λησμονεί και πληγώνει την αγάπη του Θεού και Πατρός.
  Ο μοναχός ως  άγγελος πάνω στη γη επιλέγει τη σιγή από τη φλυαρία. Γνωρίζει από την αψευδή μαρτυρία των προγενεστέρων του ότι η σιωπή είναι η γλώσσα του μέλλοντος (Το σιγάν κρείτον του λαλείν). Γνωρίζει, επίσης, ότι η ταπείνωση - δώρο και τούτο της χάρης του Θεού - είναι το ένδυμα της θεότητας. Η αγωνία για τη μετέπειτα ζωή αποτελεί το βασικότερο χαρακτηριστικό του Αγιορείτικου μοναχισμού. Τα πάντα θυσιάζονται  και τα πάντα υπομένονται γι′ αυτήν.
  Τα μάτια της ψυχής του μοναχού έχουν στηλωθεί στο όραμα της βασιλείας του Θεού. Οι σχέσεις του με το φυσικό κόσμο, τους ανθρώπους, δεν είναι δουλικές αλλά προσαρμοσμένες από την άκτιστη χάρη του Θεού. Το κοινό όραμα της βασιλείας του Θεού φανερώνει την οικουμενικότητα του Χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας. Οι αλλόφυλοι και αλλόγλωσσοι δεν είναι απειλή, αλλά εν Χριστώ αδελφοί που προσδοκούν την κοινή ανάσταση και αγωνίζονται σιωπηρά για τον ίδιο σκοπό. Ο τρόπος της ζωής του μοναχού γίνεται αισθητός ως ένας θαυμαστός συνδιασμός  χαράς και λύπης. Ζήση φορτωμένη με σταυρούς που βλέπει πέρα από το φθαρτό της ιστορίας, στην αθανασία της βασιλείας, στο ανέσπερο φως της αναστάσεως. Σ’ αυτό το πλαίσιο ο πόνος και τα δάκρυα δεν είναι φορείς ψυχολογικής λύπης ή κακομοιριάς αλλά πνοή αρχοντιάς. Ο άνθρωπος βιώνοντας καθημερινά τη θεία λειτουργία, υπό το λιγοστό φως των κεριών, μαθαίνει να ζει με με την ελπίδα και το όραμα  εκχριστιανισμού ολάκερου του κόσμου.

  Η προσευχή, η νηστεία, οι εκούσιες στερήσεις οδηγούν τον άνθρωπο στη τελείωση. Το σεμνό και γεμάτο καλοσύνη χαμόγελο, το αγέρωχο και ειρηνικό βλέμμα, η απορροφημένη από το Πνεύμα του Θεού όψη, όλα γίνονται δείκτες ενός άλλου τρόπου ζωής, αυτού που παρέλαβε από τον ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ,  και ακολουθεί με τη χάρη της Αγίας Τριάδος. Η ακατάσκευη και απλή ζωή του Ευαγγελίου είναι η ζωή του Χριστιανού·  Ο μοναχός, είναι η καλλιτεχνικότερη έκφρασή της.
  Στο Άγιον Όρος μαθαίνει κανείς πως τα πάντα συλλειτουργούν δοξάζοντας τον Τριαδικό Θεό και την Κυρία Θεοτόκο. Εκεί, η ποικιλία των μορφών της μοναχικής ζωής, η πλούσια βλάστηση, η ετερότητα του κάθε μοναχού, το μέγεθος της ιστορικής κληρονομιάς  που φυλάσσεται, όλα κατορθώνουν και συνυπάρχουν αρμονικά. Η ετερότητα και διαφορά δεν συνιστούν διαίρεση, φθορά και αποτυχία της ζωής ως κοινωνίας, αλλά ενότητα και ουράνια αρμονία. 
  Στις ημέρες μας, η φήμη του Αγίου Όρους είναι μεγάλη, και πλήθος προσκυνη τών και όχι μόνο, απλών και επισήμων ανδρών (ο πρίγγιπας και διάδοχος του θρόνου της Μεγάλης Βρετανίας Κάρολος, ο πρόεδρος της Ρωσίας Πούτιν, ο πρόε δρος της Σερβίας Κοστούνιτσα κ.α), απο το χριστιανικό κόσμο, επισκέπτονται την ουράνιαν αυτή θεία πολιτεία, που κατά τον Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο είναι «κατα φύγιον πασών των αρετών»,για να συμμετάσχουν στην πνευματικότητα και κατά νυξη που αναδύει ο χώρος, να μάθουν τη πνευματική επιστήμη των  μοναχών, η οποία συνίσταται σε: συνεχή πνευματική εγρήγορση, συνεχή προσευχή, μελέτη των ασκητικών πατέρων, θεμελιώδη σημασία της  ταπεινώσεως, και να θαυμάσουν το μεγαλείο και την άγρια ομορφιά του τοπίου. Για την εξυπηρέ τηση των προσκυνητών-επισκεπτών και επειδή ο αριθμός αυτών που μπορούν να εξυπηρετηθούν ημερησίως είναι περιορισμένος, η επιστασία της ιεράς κοινότητας του Αγίου Όρους έχει συστήσει, στη Θεσσαλονίκη, Γραφείο Προσκυνητών της Ιεράς Επιστασίας του Αγίου Όρους, στο οποίο θα πρέπει να απευθύνονται οι επιθυμούντες να επισκεφθούν το Άγιον Όρος, για κράτηση θέσεως (τηλ. 2310. 252575). Οι επισκέπτες λαμβάνουν το διαμονητήριο το πρωΐ της καθωρισθείσας ημέρας (08.00-09.00 ώρα) απο το άλλο
γραφείο προσκυνητών, στην Ουρανούπολη και στη συνέχεια, περί ώρα 10.00, με πλοίο που εκτελεί δρομολόγιο, απο την Ουρανούπολη ή την Ιερισσό, μετα βαίνουν στο Άγιον  Όρος : στη Δάφνη  από ουρανούπολη και τις Ι.Μονές της ανατολικής πλευράς του Άθω, από την Ιερισσό. Φθάνοντας στη Δάνη, περιμένει τον επισκέπτη αυτοκίνητο (λεωφο- ρείο) ή πλοίο, για να τον μεταφέρει στην Ι.Μονή της προτιμήσεώς του. Το σύνολο  των Ι. Μονών συνδέονται με αμαξιτούς δρόμους και όλες οι Μονές, Σκήτες και Καλύβες, με μονοπάτια απότο μα, τραχιά, αλλά και  μαγευτικά σκιερά, τα οποία αποζημιώνουν τον οδοιπόρο, με τη μαγεία και την ομορφιά τους, με το διάβα τους κοντά σε Σκήτες και Καλύβες, με την ελπίδα του οδοιπόρου, να συναντήσει κάποιο καλοκάγαθο και πεφωτισμέ νο γέροντα, να πάρει την ευλογία του, ν’ακούσει κουβέντες σοφές  και θεόπνευ στες και ν’απολαύσει μαζί του τα παραδοσιακά: λουκούμι, καφέ και νερό ή από  μαγευτικές τοποθεσίες (με ρυάκια, δένδρα και φτέρες).
 Ουδείς θα πρέπει να αναχωρεί για  Ουρανούπολη, αν δεν έχει εξασφαλίσει την είσοδό του. Οι γυναίκες μπορούν να θαυμάσουν την ομορφιά και το μεγαλείο του Αγίου Όρους από μακριά, με πλοιάρια που κάνουν το γύρο της χερσονήσου.  

Ο Λειτουργικός Κύκλος μιας Ημέρας στο Άγιον Όρος έχει ως εξης:  Στις 7:30’ με τη Βυζαντινή ώρα, ο εκκλησιαστικός θα σημάνει το πρώτοτάλαντο, θα ανάψει τις κανδήλες, τις λουσέρνες, τα φανάρια και τους φανούς του Καθολικού. Στις 7:45’ σημαίνει το δεύτερο τάλαντο και στις 8:00’ το τρίτο. Ο εφημέριος βάζει το πετραχήλι και το Μεσονυκτικό αρχίζει. Τούτη η ακολουθία φέρνει εγρήγορση στην άγρυπνη ψυχή που αναμένει στο μεσονύκτιο το Νυμφίο Χριστό. Αποτελεί σημείο διαχωριστικό του σκότους της πλάνης που ο χριστιανός και ειδικά ο μοναχός άφησε πίσω του και της ζωής του φωτός που αναμένεται να ανατείλει την επόμενη ημέρα. Αρχίζει ο “Άμωμος” και ο εκκλησιαστικός βάζει μετάνοια στον Ηγούμενο και χτυπά με τη σειρά τον κόπανο και τό καθημερινό σιδεράκι.
   Μετά το τρίτο κατανυκτικό τροπάριο ο εκκλησιαστικός ανοίγει τη Βασιλική Πύλη. Ο ιερέας εισέρχεται στον κυρίως ναό και ποιεί ‘’Ευλογητόν” ιστάμενος έμπροσθεν του τέμπλου. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του “Επακούσαι σου” θα θυμιατίσει το ναό. Ο “Εξάψαλμος”  θα διαβαστεί από τον Ηγούμενο.        
Με το πέρας της έκτης Ωδής διαβάζεται το Συναξάρι της ημέρας και ο εκκλησιαστικός και πάλι θα χτυπήσει το σιδέρακι. Στην εννάτη Ωδή, ″Την Τιμιωτέραν”, ο ιερέας θυμιάζει το ναό, ενώ οι μοναχοί βγάζουν το κάλυμμα της κεφαλής και κατεβαίνουν από τα στασίδια τους. Μια στάση που εύγλωττα φανερώνει την ξεχωριστή τιμή πού οι μοναχοί αποτίουν στην Κυρία Θεοτόκο. Προς το τέλος του Όρθρου σημαίνει ένα τάλαντο σε τρεις στάσεις κύκλω του ναού. Γίνεται απόλυση και μεταβαίνουν στο παρεκκλήσι που θα τελεσθεί η Θεία Λειτουργία. Εκεί πρωτίστως αναγινώσκεται η τρίτη και έκτη Ώρα, Στο “Δόξα” της έκτης ώρας ο εκκλησιαστικός σημαίνει το σιδεράκι. Τότε περίπου σημαίνει και ο ιερέας τον κωδωνίσκο της προθέσεως και οι πατέρες χωρίς το κάλυμμα της κεφαλής και έχοντας κατεβεί από τα στασίδια τους μνημονεύουν μυστικά τα ονόματα που ο καθείς φέρει στη μνήμη του, ζώντων και κεκοιμημένων.     
Σε λίγο ο εκκλησιαστικός ανάβει τα δρακόντια από το τέμπλο του παρεκκλησιού, και ακολουθεί η Θεία Λειτουργία. Τα βημόθυρα παραμένουν Κλειστά για να ανοίξουν μόνο στις δύο εισόδους και την ώρα της Θείας Μετάληψης.
Στο τρίτο αντίφωνο γίνεται η μικρή είσοδος υπό του ιερέως φέροντος το ευαγγέλιο και προηγούντος του εκκλησιαστικού με αναμμένο εισοδικό. Ακολουθούν τα αναγνώσματα, ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο. Λίγο μετά ψάλλεται ο χερουβικός ύμνος, γίνεται η μεγάλη είσοδος όπου τα Τίμια Δώρα διακομίζονται από την Πρόθεση στην Αγία Τράπεζα. Τα Λειτουργικά και αι αιτήσεις του ιερέως δημιουργούν θεία ένταση φτάνοντας ως την Κυριακή προσευχή. Προ της Μεταλήψεως οι μοναχοί χαιρετούν τις εικόνες. Ακολουθεί ή κοινωνία του Σώματος και Αίματος του Χριστού, το κέντρο της ζωής του μονάχου και κάθε χριστιανού.    
Έπεται η απόλυση. Διανέμεται το αντίδωρο και κατά την έξοδο λαμβάνεται και ο αγιασμός που φυλάσσεται σε ειδικό σκεύος, στη λιτή.
Στη συνέχεια, αν δεν είναι ημέρα νηστείας κατά την οποία απουσιάζει το πρωινό γεύμα, εισέρχονται στην Τράπεζα. Αρχίζει προσευχή, και ενώ οι παρευρισκόμενοι τρώνε· ο αναγνώστης διαβάζει αποσπάσματα  από πατερικά κείμενα ή βίους αγίων. Ο εφημέριος, αν απουσιάζει ο ηγούμενος, δια ξυλίνης σφυρίδος σημαίνει το τέλος του φαγητού και ευλογεί τα περισεύματα ευχαριστώντας τον Θεό. Στην έξοδο της τράπεζας ο ιερέας ευλογεί τους εξερχόμενους και οι διακονητές κάμπτοντες την οσφύ ζητούν συγχώρεση από τους αδελφούς για τυχόν λάθη και παραλλείψεις. Δίωρη ή τρίωρη ξεκούραση προηγείται της επιστροφής των μόναχών στο διατεταγμένο για τον καθένα διακόνημα.

Όπως μια μικρή κοινότητα για να ζήσει χρειάζεται σωστή κατανομή εργασιών έτσι και ένα κοινόβιο μοναστήρι, ή σκήτη, ή κελλί επιβιώνει και προοδεύει και εκπληρώνει τη σωστική αποστολή του με την ανάθεση των διαφόρων διακονημάτων στους εκεί εγκαταβιούντας μοναχούς.      
Ο αρχοντάρης περιμένει να προσφέρει ξεκούραση στους νεοφερμένους προσκυνητές, να τους σερβίρει τον κλασικό δίσκο με το νερό, το ρακί και το λουκούμι, και να τους τακτοποιήσει στα δωμάτια τους. Άλλοι αδελφοί ασχολούνται με τους λαϊκούς εργάτες που δουλεύουν εκεί, φροντίζουν τους γεροντότερους, επιμελούνται τα ζώα, φτιάχνουν ψωμί και ετοιμάζουν το φαγητό στο μαγειρείο. Ο εκκλησιάρχης ευπρεπίζει το ναό, ενώ άλλοι έχουν για εργόχειρο το πλέξιμο κομποσχινιών, την αγιογραφία, την ξυλογλυπτική και την αργυροχοΐα, την παρασκευή θυμιάματος και σπάνια την ιεροραπτική και τη βιβλιοδεσία.
Οι γεροντότεροι που προσμένουν τη μετάβαση τους στην αγήρω μακαριότητα σμίγουν σε κουβέντες πνευματικές, στρέφονται σε μνήμες του παρελθόντος και του μέλλοντος, ενώ ο τριγύρω χώρος εμμένει να διαιωνίζει μια ειρήνη αταλάντευτη που περιβάλει τους τρούλλους, τους σταυρούς, τη φιάλη και την κρήνη, που κοσμούν το φυσικό περίγυρο.
Στις 8:30’ κατά τη Βυζαντινή Ώρα ο εκκλησιαστικός θα σημάνει το πρώτο τάλαντο, στις 8:45’ το δεύτερο και στις 9:00’ το τρίτο. Τότε στο χώρο της λιτής αρχίζει η εννάτη Ώρα. Στο “Δόξα” της εννάτης ο εκκλησιαστικός θα βγει από το ναό για να κρούσει τον κόπανο και κατόπιν το σιδεράκι. Με το τέλος της εννάτης Ώρας ο ιερέας ιστάμενος έμπροσθεν του Ιερού Βήματος αρχίζει τον Εσπερινό. Η ακολουθία αυτή κατά αρχαία χριστιανική συνήθεια έχοντας ιουδαϊκές καταβολές αποτελεί το προοίμιο της επόμενης ημέρας. Τον “Προοιμιακό” θα διαβάσει ο πρώτος στην τάξη μοναχός. Στο “Κύριε εκέκραξα..” ο ιερέας θυμιάζει το ναό. Μετά το “Νυν απολύεις...” ο εκκλησιαστικός σβύνει τα λαδοκέρια και λίγο μετά ακολουθεί η απόλυση.
  Οι μοναχοί εξέρχονται του ναού κατευθυνόμενοι προς την Τράπεζα. Και πάλι λόγοι προσευχητικοί και διδακτικοί εκφονούνται με το φαγητό. Στις 12:00 ο εκκλησιαστικός θά κρούσει το σιδεράκι για το Απόδειπνο που λαμβάνει χώρα στη λιτή. Είναι ώρα για προσευχή και δέηση προς το Θεό, να τηρήσει όσους πάνε να κοιμηθούν, ασφαλείς υπό τη σκέπη Του. Μετά το “Σύμβολο της Πίστεως” ανάβεται το λαδοκέρι της εικόνας της Θεοτόκου και ένας μοναχός ασκεπής απαγγέλει τους “Χαιρετισμούς”. Στη διάρκεια του Αποδείπνου, ή αμέσως μετά, οι προσκυνητές έχουν την ευλογία να προσκυνήσουν τα άγια λείψανα στον κυρίως ναό. Προ του τέλους του αποδείπνου μοναχοί και προσκυνητές ασπάζονται τις εικόνες και παίρνουν την ευχή του ηγουμένου ή του ιερέως και γίνεται απόλυση.
Ύστερα άλλοι θα προτιμήσουν μια διδακτική συζήτηση, άλλοι την ανάγνωση και άλλοι την ξεκούραση. Τέλος όλοι θα πάνε στα κελλιά τους. Οι μοναχοί από νωρίς, μετά τα μεσάνυχτα, πριν προσέλθουν στο ναό θα ξυπνήσουν για την επιτέλεση του προσωπικού τους κανόνα που περιλαμβάνει συνήθως μετάνοιες, προσευχή με κομποσχοίνι και ανάγνωση ψυχοφελών βιβλίων.
  Με αυτό τον τρόπο αρχίζει και κλείνει μία ημέρα η καθημερινότητα του μοναχικού βίου στον Άθω, εδώ και χίλια χρόνια.