2.ΙΣΤΟΡΙΑ,ΠΡΩΤΟΙ ΑΝΑΧΩΡΗΤΕΣ,ΟΝΟΜΑΣΙΑ-ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ,ΑΡΧΕΣ ΜΟΝΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ
   Η πρόνοια του θεού ευνόησε τον Άθω, τον οποίο εδημιούργησε ιδιαίτερα όμορφο, μυστηριακό και πλασμένο για λατρεία, όπου: το απόκρημνο, το δύστροπο, το επιβλητικό συνδυάζεται με το ήμερο, το εύφορο, τό προσήλιο. Από τη διμιουργία του, ο Θεός προετοίμασε το χώρο αυτόν για να γίνει ο «κλήρος της Θεοτόκου, το Περιβόλι της Παναγίας μας», γι’αυτό οικονόμησε από αρχαιοτάτων χρόνων, τότε που η προσδοκία της λύτρωσης μπερδεύονταν με τα είδωλα, να κατασκευαστούν εκεί πρώτα τα ειδολολατρικά ιερά : της θεάς αρτέμιδος, όπου ζούσαν οι παρθένες – ιέρειες, τα «κοράσια», του Απόλωνος κ.α, μέχρις ότου είλθε το πλήρωμα του χρόνου και από τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους, όταν άρχισαν να κατασκευάζονται τα πρώτα ασκητήρια και μοναστήρια, τα οποία μετέτρεψαν τον Άθω εις «Άγιον Όρος» και κατέστησαν αυτόν ενωρίς μεγάλην ιδιότυπον μοναχική πολιτείαν.
   Το μεγαλείο και την ομορφιά του Άθω ύμνησαν οι αρχαίοι, οι μεσαιωνικοί και οινεώτεροι συγγραφείς. Κοσμικοί και ιερωμένοι αμιλώνται σε λυρικές περιγραφές της άγριας φυσικής ομορφιάς της ανατολικότερης χερσονήσου της Χαλκιδικής, που έμεινε αναλοίωτη μέσα στους αιώνες, εξαιτίας της απόλυτης μόνωσης που της εξασφάλισε η δομή της μοναχικής πολιτείας και η ιδιαίτερη προστατευτική νομοθεσία της απόλυτης ανεξαρτησίας της.
   Ο Νικηφόρος Γρηγοράς {(1360) (έκδ. Βόνης. σ. 714)} περιγράφει τις καλλονές του Άθω ως εξής: «πανταχόθεν ρει ώσπερ εκ θησαυρών τότε εΰπνουν της οσμής και το του άνθους εύχρουν δένδρεσί τε πολυπλήθεσι κομά καί λειμώνας ποικίλους πλουτεί και τέρψεως πέπλος εντεύθεν υφαίνεται ξένος και συμμιγής, άμα δε και θαλάσση μακρά στεφανούται πολλήν ώς εκ κύκλου κομιζούση την χάριν».
   Ο Γαβριήλ Διονυσιάτης χαρακτηρίζει τον Άθω ως εξής: «Ήλιος πνευματικός, το Όρος το Άγιον, και πέριξ αυτού τα φωτόμορφα συγκροτήματα του νοητού της Εκκλησίας στερεώματος. Θεία παρεμβολή της Βασιλίσσης των Αγγέλων, επί κούφων νεφελών καθεζομένης και εκείθεν άπλούσης την επισκίασιν Αυτής επί το προστατευόμενον Όρος. Θρόνος πυρίμορφος της Παναγίας Παρθένου ο ιερός Άθως, κυκλούμενος υπό στρατιάς Μαρτύρων, Ιεραρχών, Όσίων και Δικαίων και όσων άλλων, οι όποιοι εις τον ποθητόν Αυτής ...επίγειον Παράδεισον...εν όσιότητι εκοιμήθη-σαν...».
   Σε χρυσόβουλο του Αλεξίου Α’ του Κομνηνού προς τη Μονή της Λαύρας (περίπου το 1144) αναγνωρίζεται οριστικά και επιβάλλεται επίσημα η ονομασία: «εφεξής τό όρος του Άθω καλείσθαι Άγιον Όρος παρά πάντων». Στα κατοπινά έγγραφα διαβάζουμε την πλήρη ονομασία: «το αγιώνυμον Όρος του «Άθω». Ο ίδιος αυτοκράτορας αποκαλεί το Όρος «το πλέον βασιλικόν και όντως θείον μεταξύ πασών των ορέων».
   Ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β’ ο Παλαιολόγος το ονομάζει «καταφύγιον πασών των αρετών». Ο Ιωάννης Καντακουζηνός το αποκαλεί «θείαν πολιτείαν» και «πόλιν ουράνιον». Ο Νικηφόρος Γρηγοράς γράφει για το Άγιον Όρος ότι «εξ ύπαρχής η φύσις το ήτοίμασεν και το διέθεσεν διά να γίνη σπουδαστήριον, ένθα καλλιεργείται ή αρετή». Ο πατριάρχης Νικόλαος Γ΄το χαρακτηρίζει ως «Θεού εύρημα προς κατοικίαν αγίων ανθρώπων». Ο πάπας Ινοκέντιος Γ’ ονομάζει το Όρος «οίκον του Θεού και πύλην του ουρανού». Μετά την άλωση, το Άγιον Όρος θεωρήθηκε από όλους «απροσμάχητος της ορθοδοξίας ακρόπολις», «μουσών καταφύγιον και κιβωτός ιερών παραδόσεων». Οι καλόγεροι όμως του Αγίου Όρους τη μοναχική πολιτεία του Αθω θεωρούν ανέκαθεν αφιερωμένη στη Μητέρα του Θεού και ονομάζουν το Άγιον Όρος «κλήρον ίδιον της Θεοτόκου» και «περιβόλι της Παναγίας». Σε αυτό ακριβώς το γεγονός βασίζεται και το άβατο του Αγίου Όρους: «όρος ανεπίβατον τη γυναικεία Φύσει».
  Ονομασία του Άθω, αρχαίες πόλεις. Το όνομα του Άθω είναι προελληνικό και δόθηκε πιθανότατα από τους πρώτους κατοίκους, Πελασγούς -Τυρσηνούς ή τους Θράκες. Είναι άγνωστη η ετυμολογία και η σημασία του. Θα αρκεστούμε προς το παρόν σε ό,τι στοιχεία έχει διασώσει η παράδοση. Η ονομασία Άθως οφείλεται, σύμφωνα με την παράδοση, στον εκ της Θράκης ορμώμενο Γίγαντα Άθω, ο       οποίος, κατά τη Γιγαντομαχία, έριξε εναντίον του Ποσειδώνα έναν μεγάλο βράχο που έπεσε στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα το όρος Άθως. Σύμφωνα με άλλη μυθολογική παράδοση, ποιό εύγλωτη, ο Ποσειδώνας έρριξε ένα τεράστιο λιθάρι, που απέκοψε εκ της άκρας Καναστραίας της χερσονήσου Παλήνης, εναντίον του γίγαντα Άθω ή Αθωέως και καταπλάκωσε αυτόν, έμεινε δε το ομώνυμον όρος, το όρος Άθως.
   Εισχωρώντας βαθειά στη θάλασσα ο Άθως καί έχωντας μέγα ύψος, γίνεται  εύκολα ορατός από πολύ μεγάλες αποστάσεις και απο όλες τις κατευθύνσεις, κοιτάζοντάς τον απο τη θάλασσα, και γι’αυτό είλκυσεν από παλαιοτάτων χρόνων τήν προσοχήν τών ναυτιλλομένων, οι οποίοι καί μέχρι σήμερον μεταχειρίζονται αυτόν ως καιροσκοπικό σημείο, καθώς και τον Όλυμπον. Τον Άθω μνημονεύει ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Ξ 229} και ο Στράβων (7, 331): απ’ όπου και η εκφραστικώτερη περιγραφή: «ἔστι δ' ὁ Ἄθων ὄρος μαστοειδές, ὀξύτατον, ὑψηλότατον οὗ οἱ τήν κορυφήν οίκοῦντες ὁρώσι τόν ἠλιον ανατέλλοντα πρό ωρῶν τριῶν τῆς έν τῆ παραλία ανατολής».
   Ό Άθως αναφέρεται και ως όνομα πόλεως από το Στεφ. το Βυζάντιο : «ἔστι δέ καί Ἄθως πόλις ἐπί τω Άθω καί ο πολίτης Άθωΐτης»¨ αὕτη θά εἶνε ἡ άλλως λεγομένη Ἀκρόθωοι ή Ἀκράθως. Περί δέ τῆς ριπτομένης σκιάς τοῦ Άθω κατά την δύσιν τοῦ ηλίου ἐλέγετο ήδη ἀπό τοῦ Σοφοκλέους (ἀπόσπ. 703) ὅτι αὕτη έφθανεν εἰς τήν ἀγοράν τής πόλεως Μυρίνης τῆς Λήμνου, ἔνθα ἐκάλυπτε χαλκοῦν ἄγαλμα βοός¨ και απ’ αυτό το γεγονός έμεινε παροιμιώδης η φράση: «Ἄθως καλύψει πλευρά Λημνίας βοός» ή «Ἄθως σκιάζει νώτα Λημνίας βοός», που κατά τον Γρηγόριο Κύπρου (1.73) λεγόταν «επί των βλαπτόντων εκ γειτνιάσεως».
   Η απόστασις υπολογίζεται από τον Πλούταρχο, εις το «περί Σελήνης κ.λ.» 935, είς 700 στάδια (πρβ. καί Άπολλ. Ρόδ. Α' 601 κ.έ., Θεόκρ. 7,76, υπό Στεφ. του Βυζαντ. είς 300 στάδια). Επί της κορυφής του Άθω υπήρχαν βωμοί παλαιότατης λατρείας, οι οποίοι ελέγετο ότι δεν εβρέχοντο ποτέ, διότι τα νέφη της βροχής εσχηματίζοντο σε χαμηλότερον επίπεδον και μόνον το χιόνι εκάλυπτεν αυτούς σε καιρό χειμώνος. Οί πρώτοι κάτοικοι του όρους καί όλης της χερσονήσου, η οποία ελέγετο Ακτή, ενωρίς όμως επωνομάσθη Άθως, ήσαν οι Πελασγοί, αλλά από πολύ παλαιά χρόνια κατέλαβον αυτήν άποικοι από την Ερέτρια καί μάλιστα από τη Χαλκίδα, από την οποία και όλη η μεγάλη χερσόνησος ονομάσθηκε Χαλκιδική.
   Σχετικά με τις αρχαίες πόλεις του Άθω, ο πατέρας της ιστορίας Ηρόδοτος (Ιστορία, 7, 22) μνημονεύει τις εξής πόλεις: « Εν δε τω ίσθμώ τούτω, ες τον τελευτά ο «Άθως Σάνη πόλις ελλάς οίκηται’ αι δε εκτός Σάνης έσω δε του Άθω οικημέναι... εἰσίν: Άθως, Δίον, Όλόφυξος, Άκρόθωον, Θύσσος, Κλεωναί. Πόλιες δε αύται αι τον Άθω νέμονται». Ο γεωγράφος Στράβων παραλείπει τη Σάνη, που είχε καταστραφεί από τον Φίλιππο Β’, μνημονεύει όμως, κοντά στη διώρυγα του Ξέρξη, την Άκανθο, που ταυτίζεται με τη μεσαιωνική Ερισσό (Ιερισσό). Ο Έλληνας θαλασσοπόρος από την Καρία Σκύλαξ, που έζησε στα χρόνια του Δαρείου του Υστάσπου (521- 485 π.Χ.), στον Περίπλουν (16) αναφέρει επί πλέον την πόλη Χαράδρια. Κατά τον Στράβωνα, ο Άθως είχε πέντε πόλεις: «Δίον, Κλεωνάς, Θύσσον, Όλόφυξον, Ακροθώους». Για τη τελευταία μάλιστα σημειώνει ότι «αύτη προς τη κορυφή του Άθωνος κείται». Ο Πλίνιος (23-79 μ.Χ.) εξάλλου μνημονεύει τις εξής πόλεις: «Ουρανούπολιν, Παλαιώτριον, Θύσσον, Κλεωνάς και ‘Απολλωνίαν».
   Η ταύτιση των αρχαίων αυτών πολισμάτων και η επισήμανση της θέσης τους με ιδιαίτερη ακρίβεια είναι ίσως αδύνατη ακόμη χωρίς συστηματική αρχαιολογική έρευνα. Ορισμένοι παλαιότεροι συγγραφείς, βασιζόμενοι σε επιφανειακά αρχαιολογικά δεδομένα, κυρίως μάρμαρα εντοιχισμένα σε γειτονικά μοναστήρια, έχουν επιχειρήσει να προσδιορίσουν τις πιθανές θέσεις των αρχαίων πόλεων της χερσονήσου του Άθω που αναφέρουν οι αρχαίοι συγγραφείς. Τη Σάνη, αποικία Ανδρίων, τοποθετούν συνήθως στον ισθμό της Ακτής, στη μεσημβρινή άκρη της διώρυγας του Ξέρξη, στη θέση της «Τρυπητής» . Ανατολικά του μεσημβρινού άκρου της διώρυγας υψώνονται δύο λόφοι, όπου, κατά τη διάνοιξη του δρόμου που οδηγεί από την Ιερισσό στην Ουρανούπολη, αποκαλύφθηκαν άφθονα ερυθρόμορφα όστρακα και νομίσματα του πρώτου μισού του 4ου π.Χ. αιώνα (από τα οποία δύο χάλκινα της Ακάνθου). Τα δεδομένα αυτά, μαζί με λάρνακες και τάφους που βρέθηκαν στις πλαγιές τους, σε συνδυασμό με τις μαρτυρίες του Ηροδότου και του Θουκυδίδη (4, 109), στηρίζουν την άποψη ότι εδώ, σ’ αυτούς τους λόφους, θα έπρεπε να αναζητηθεί η Σάνη.
   Στα ερείπια της Σάνης δέχονται ορισμένοι συγγραφείς ότι χτίστηκε από τον γιο του Αντιπάτρου, τον Αλέξαρχο, η Ουρανούπολη, επάνω σε ψηλό λόφο, που κατά τον Στράβωνα (7, 35) είχε περιφέρεια 30 σταδίων. Ο Αθήναιος (Δειπνοσοφισταί 3, 98e) αναφέρει ότι ο Αλέξαρχος επινόησε μια νέα διάλεκτο για να μπορούν να συνεννοούνται οι πολίτες: «Αλέξαρχος ό την Ουρανούπολιν κτίσας διαλέκτους ίδιος εισήνεγκεν».
   Από την Ουρανούπολη έχουν σωθεί χάλκινα και ασημένια νομίσματα με τις επιγραφές: Ουρανίδων, Ουρανίδων πόλεως και Ουράνιας πόλεως.Η θέση του Δίου, αποικίας Ερετριέων, δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια, γιατί εμφανίζονται αντικρουόμενες πληροφορίες (Θουκυδίδης 4, 109, 3. Σκύλαξ 66). Ορισμένοι τοποθετούν την πόλη στην ΒΑ. Μικρή χερσόνησο Στελάρια, στον Πλατύ γιαλό (Κόλπος Ακάνθου - Ιερισσού). Κατά τον Θουκυδίδη, το Δίον μαζί με τη Σάνη, πρόβαλαν αντίσταση στον Σπαρτιάτη στρατηγό Βρασίδα, στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου. Πιθανότερο όμως είναι η θέση του Δίου να ταυτίζεται με τα αρχαία τείχη, που σώζονται στη θέση Παπαρνίκια, στη  ΒΑ.  πλευρά  του  Άθω, στα όρια της ιεράς Μονής Χελανδαρίου (ή Χιλανδαρίου). Για την Ολόφυξο (Ολόφυξις), που στα χρόνια του Θουκυδίδη (4,109) κατοικούνταν από βαρβάρους, τη δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Ακτής, γνωρίζουμε θετικά ότι βρισκόταν στην ανατολική πλευρά της χερσονήσου. Πολλοί την τοποθετούν ανάμεσα στα μοναστήρια Εσφιγμένου και Χελανδαρίου. Αυτό δεν είναι σωστό, γιατί πραγματικά στη θέση αυτή, πάνω σε κωνικό λόφο, πλάϊ στον αρσανά της Μονής Χελανδαρίου και πολύ κοντά στο παλαιό μοναστήρι του Αγίου Βασιλείου, όπου έχουν σωθεί κυκλώπεια τείχη και άφθονα όστρακα πάνω στο έδαφος, βρισκόταν η πελασγική Χρυσή, αποικία των Λημνίων και μάλιστα κατοίκων της βυθισμένης λήμνιας Χρυσής. Στη θέση του μοναστηριού, και κατά μήκος του γιαλού, απλώνεται το νεκροταφείο της αρχαίας πόλης, που διαχωρίζεται από τα όρια της με το ποτάμι.Ορθότερο λοιπόν είναι να αναζη τηθεί η Ολόφυξος ανάμεσα στις Μονές Βατοπεδίου και Ιβήρων.Οι «Όλυφύξιοι εξ «Άθω», δίγλωσσοι, μιξοβάρβαροι γνωρίζουμε ότι ήταν μέλη της Αττικής συμμαχίας (451-426 π.Χ.).
    Κατά την εισβολή του Βρασίδα στη χερσόνησο, η Ολόφυξος και οι άλλες πόλεις της  χερσονήσου προσχώρησαν στους Σπαρτιάτες, εκτός από τη Σάνη και το Δίον, που παρέμειναν πιστές σύμμαχοι στους Αθηναίους  (Θουκυδίδης 4,109, 3.). Η πόλη Ακρόθωον ή Ακρόθωοι, μια από   τις πέντε πελασγικές πόλεις, κατά  πληροφορία του Στέφανου Βυζάντιου, βρισκόταν «επί της άκρας του «Αθω», πιθανότατα κοντά στο ακρωτήριο Ακράθως.Την πόλη τοποθετούν: ο Ληκ (Μ. Leake,Travels in northern Greece, 2, σ. 149)και οι Γκιγιού–Μπομπαίρ («ΒΟΗ», 1958, 192) κοντά στη θέση  όπου  ανιδρύθηκε  η  Μονή  της  Μεγίστης  Λαύρας,  όπου  στη  βορειοδυτική πλευρά αυτής και σεαπόσταση, περίπου, τετρακοσίων (400) μ.υπάρχουν αρκετές βραχογραφίες. Ο Στράβων, ο Πομπόνιος Μέλας και ο Πλίνιος την τοποθετούν στην άκρη της χερσονήσου (και όχι στην άκρη του Όρους). Ίσως η θέση της πόλης βρισκόταν ΒΔ.του ακρωτηρίου Νυμφαίου, κοντά στη Σκήτη της Αγίας Άννης ή κοντά στη Νέα Σκήτη και στο μοναστήρι του Αγίου Παύλου, όπου στα μποστάνια και στους ελαιώνες βρίσκονται διάφορα λείψανα της αρχαιότητας, όπως όστρακα αρχαίας κεραμεικής, νομίσματα, μία  σαρκοφάγος και μία μαρμάρινη αφιερωματική επιγραφή. Η επιγραφή είναι τιμητική και αναφέρει «Δωρόθεον Μήρμυκα ‘Αλεξανδρέα», ευεργέτη του Ιερού και των Ακροθωίων (Σμυρνάκης, σ. 12, Θεοχ. Προβατάκης, σ. 8). Στο Δοχείο της Λαύρας βρέθηκε παλαιά μαρμάρινη λάρνακα της Ρωμαίας Σερβιλίας.
    Ο Πλίνιος αναφέρει τη μακροβιότητα των κατοίκων λόγω του λαμπρού κλίματος της  περιοχής, όπως και ο Λουκιανός (Περί Μακρόβιων, 5): «Άθώτας δε, μέχρι τριάκοντα και εκατόν βιοῦν ἰστόρηται». Κατά τον Ισίοδο αιτιολογία αυτής της μακροβιότητος ήτο το ότι οι κάτοικοι της περιοχής έτρωγαν έχιδνας (οχιές). Η αιτιολογία αυτή ή είναι παραδοξολογία ή οφείλεται σε παρερμηνεία της λέξεως «ἔχις, ὄφις». Ο Πτολεμαίος το Ακρόθωον ονομάζει και Άθωσαν. Ο Θεοχ. Προβατάκης (σ. 13) υποστηρίζει ότι η Άθωσα βρίσκεται στη μεσημβρινή πλευρά του Άθω, πάνω από τα κελιά της σημερινής Κερασιάς, όπου έχουν επισημανθεί πολλά ερείπια. Οι Ακρόθωοι βοήθησαν τους Πέρσες στη διαμόρφωση της διόλκου και πρόσφεραν στρατό και στόλο στον Ξέρξη.
    Τη Θύσσο, αποικία Χαλκιδέων, ορισμένοι τοποθετούν στη ΝΔ. πλευρά της χερσονήσου, στον Σιγγιτικό κόλπο, ανάμεσα στα μοναστήρια Ζωγράφου και Κασταμονίτου. Άλλοι την τοποθετούν σε θέση ανάμεσα στα μοναστήρια Ζωγράφου και Δοχειαρίου και άλλοι πάλι σε λόφο κοντά στο μοναστήρι του Παντοκράτορα.
  Τις Κλεωνές, αποικία επίσης Χαλκιδέων, όλοι οι συγγραφείς τίς τοποθετούν στη μεσημβρινή πλευρά της χερσονήσου, κοντά στο μοναστήρι του Ξηροποτάμου, στο οποίο έχουν εντοιχιστεί πολλά αρχιτεκτονικά μέλη της αρχαίας πόλης.
   Η Χαραδρία ή Χαραδρούς, που την αναφέρει μόνον ο Σκύλαξ, βρισκόταν πιθανώς στη θέση όπου ανιδρύθηκε το μοναστήρι του Βατοπεδίου (Μ.Leake, 3, σ. 152. Μαρ. Δήμιτσας, Γεωγραφία, σ. 448).
   Η μαρτυρία του Θουκυδίδη (4, 109, 4), η σχετική με τους κατοίκους της Ακτής, έχει ιδιαίτερη σημασία για τη φυλετική δομή των κατοίκων των αρχαιότερων και των μεταγενέστερων αποικιών, αν και οι παλαιότεροι Πελασγοί, που εδώ ταυτίζονται με τους Τυρρηνούς που πρωτοκατοίκησαν την Αθήνα και τη Λήμνο, ήταν και αυτοί άποικοι που διώχθηκαν από νοτιότερες περιοχές. Μιλώντας ο Θουκυδίδης για τις πόλεις της Ακτής, αναφέρει ότι κατοικούνται: «ξυμμείκτοις έθνεσι βαρβάρων δίγλωσσων, και τι και Χαλκιδικόν ένι βραχύ, το δε πλείστον Πελασγικόν, των και Λήμνόν ποτέ και Αθήνας Τυρσηνών οἰκησάντων, και Βισαλτικόν καί Κρηστωνικόν καί Ήδώνες• κατά δε μικρά πολίσματα οἰκούσιν». Αξίζει όμως να ερευνηθεί συστηματικά ποιούς θεωρούσε ο Θουκυδίδης δίγλωσσους βαρβάρους, τα θρακικά έθνη (τους Βισάλτες, τους Κρηστώνες, τους Ηδώνες), ή τους Τυρρηνούς-Πελασγούς, που εκτός από τη δική τους γλώσσα μιλούσαν και Ελληνικά. Ο Στράβων (7, 35) προσδιορίζει, με μεγαλύτερη μάλιστα ακρίβεια, σε ποια πολίσματα κατοικούσαν οι Πελασγοί από τη Λήμνο και τα κατονομάζει: «Κλεωνάς, Όλόφυξον, ‘Ακροθώους, Δίον, Θύσσον». Ο Πλίνιος (Naturalis Historia, 6, 10, 33) στις γνωστές πόλεις της Ακτής προσθέτει και άλλες, αναμεσα στις οποίες την Ουρανόπολη και την Απολλωνία.
   Μετά την καταστροφή του μεγάλου στόλου του Δαρείου το 492 π.Χ. στο ακρωτήριο του Άθω, ο γιος του Ξέρξης, λόγω τής μεγάλης θραύσεως, την οποίαν υπέστη ο υπό τον Μαρδόνιον στόλος, επιχειρήσας να περιπλεύση τό όρος: όταν σφοδρή κακοκαιρία (σφοδρός άνεμος και θαλασσοταραχή) κατέστρεψε περί τα 300 πλοία και πάνω από 20.000 άνδρες του, κατά την εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδος το 480 π.Χ., για να αποφύγει παρόμοια τραγική περιπέτεια, αποφάσισε να διανοίξει δίολκο στη θέση της Σάνης. Την τομή είχε αναθέσει σε Φοίνικες συμμάχους του, που ήταν έμπειροι σε παρόμοια έργα, και στους κατοίκους των γειτονικών πελασγικών πολισμάτων της Ακτής.
   Αυτά τά δύο γεγονότα κατέστησαν αυτή τη χερσόνησον ονομαστή. Και για μέν τη διώρυγα γράφει διά μακρών ο Ηρόδοτος και πολλοί άλλοι μετά απ΄αυτόν. Ιδιαίτερα ο Σκύμνος, ο Στράβων καί ο Αιλιανός μαρτυρούν ότι κατά τους χρόνους των εδεικνύετο ακόμη η διώρυγα, αλλά ο Δημήτριος ο Σκήψιος (παρά Στράβ Ζ’331, απ. 33-35) αμφέβαλλεν εάν εγένετο ποτέ πλώϊμος η διώρυγα αυτή, πολλοί δε από τους νεώτερους όπως οι:Pococke, Cousinéry,Niebuhr κ.λ, ήγειραν αμφιβολίες και γι’ αυτή την πραγματικότητα της διώρυγας αυτής, αποδίδοντες την παράδοσιν σε μυθοπλασίαν, άλλ' εκτός του ότι οι αυτόπτες, όπως οι παραπάνω, έλληνες συγγραφείς είναι απολύτως αξιόπιστοι, βεβαιώνουν και οι νεώτεροι ότι είδαν ίχνη αυτής διασωθέντα (πρβλ. Leake, Travels in North Greece- Spratt, Journal of the r. georgr. Society 1847. Σελ.145 κ.έ. κ.λ), το δε σπουδαιότατον είνε ότι στην εικαζόμενη κοίτη της διώρυγας ευρέθη θησαυρός 300 χρυσών δαρεικών. Κατόπιν των ανωτέρω, πιθανώς ο Σκήψιος ο Δημήτριος να ευρίσκεται στην ακρίβεια, αν εκληφθεί η γνώμη αυτού ότι εκφράζει το ότι κατεσκευάσθη μεν η διώρυγα, αλλά δεν έφθασε στο απαιτούμενο βάθος, γιά να διέρχωνται πλοία μεγάλου βυθίσματος, λόγω του ότι ο Ξέρξης συνήντησεν σε μικρόν σχετικώς βάθος βραχώδη επιφάνειαν. Σημειωτέον ότι παρόμοιον ατύχημα με τον Μαρδόνιο υπέστη και ο Λακεδαιμόνιος ναύαρχος Έπικλής το 411 π.Χ., θραυσθέντος του πλείστου των πλοίων του επί των βράχων του Άθω. (Εγκ. Ελευθερουδάκη).
   Στα χρόνια του Φιλίππου Β’ υποτάχθηκε και η χερσόνησος της Ακτής στους Μακεδόνες μαζί με την Αμφίπολη, την Όλυνθο και την Απολλωνία. Με τον Άθω συνδέεται και η διήγηση που αναφέρεται σε πρόταση του αρχιτέκτονα Δεινοκράτη (κατά τον Στράβωνα) ή Στασικράτη (κατά τον Πλούταρχο), του κασκευάσαντος τον νέον ναόν της Εφέσου και την πόλιν Αλεξάνδρεια, που πρότεινε στον Αλέξανδρο να μετατρέψει τον Άθω σε ανδριάντα εκείνου, προς δόξαν τού μακεδονικού μεγαλείου «κρατούντα εν μεν τω εξ ευωνύμων χειρί μυριάνδρου πόλιν, εν δε τω εκ δεξιών, ποταμόν όδηγούντα εις την θάλασσαν».
   Ο Άθως-Αλέξανδρος θα ήταν ορατός στους ναυτικούς από μακριά με την πολυάνθρωπη πόλη, περίπου όπου και η σημερινή Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, και με τον ποταμό αυτό, που χύνεται σήμερα σαν καταρράκτης κοντά στη Σκήτη της Αγίας Άννης. Ευτυχώς όμως ο Αλέξανδρος αρνήθηκε την πρόταση του Δεινοκράτη, με την απάντηση που του αποδίδουν: «Αφες το Ορος ως έχει. Αρκεί ότι έτερος βασιλεύς κατέλιπεν αΐδιον την άλαζονείαν του διορύξας αυτό».
   Ο Άθως υποτάχθηκε στους Ρωμαίους μετά την ήττα του τελευταίου βασιλιά της Μακεδονίας, του Περσέα, το 168 π.Χ., μαζί με τις άλλες μακεδονικές πόλεις.Στις πόλεις του Άθω λατρεύονταν: ο Ζεύς ο Ομάλιος ή Φύξιος, ο Απόλλων, ο Διόνυσος, ο Ηρακλής, ο Τιτάν Κρείος, ο Νηρεύς, η Αφροδίτη η Ουρανία, η Μορφώ, η Άρτεμις η αγραία και ποταμιά, η Δήμητρα και άλλες, πελασγικές και θρακικές θεότητες.
   Ορισμένες από τις αρχαίες πόλεις της Ακτής που μνημονεύσαμε καταστράφηκαν ήδη από την εποχή των Περσικών πολέμων, άλλες χάθηκαν αργότερα κατά την καταστροφή των πόλεων της Χαλκιδικής Ομοσπονδίας από τον Φίλιππο Β’ της Μακεδονίας. Ορισμένες όμως έζησαν και κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο, γιατί ορισμένα λείψανα και όστρακα μαρτυρούν ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους και άλλα χριστιανική εποχή. Κι αυτές όμως καταστράφηκαν πιθανότατα κατά την εποχή των σλαβικών επιδρομών, μια και γνωρίζουμε πως κάποιες συμπαγείς ομάδες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Ακάνθου-Ιερισσού, γύρω στον Πρόβλακα. Δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία για τη συστηματική εγκατάσταση σλαβικών πληθυσμών στη θέση των παλαιών πολισμάτων. Ίσως και να έγιναν πρόσκαιρες ή μονιμότερες εγκαταστάσεις, που μεταγενέστερες στρατιωτικές επεμβάσεις των Βυζαντινών περιόρισαν ή κατέστρεψαν, με την εγκατάσταση πολεμικών φύλων ή στρατιωτικών σωμάτων Τσακώνων στον Αθω. Πάντως, μηδαμινές είναι οι υπεύθυνες ιστορικές μαρτυρίες και τα αρχαιολογικά τεκμήρια για την πρώτη μ.Χ. χιλιετία, τη θέση των ιστορικών πληροφοριών κατέχουν ο θρύλος και η παράδοση, που καλύπτουν την ιστορία της χερσονήσου μέχρι τον 10ο αιώνα.
   Άγιον Όρος. Πρώτοι αναχωρητές. Σύμφωνα με τις μοναχικές παραδόσεις, η Θεοτόκος επισκέφθηκε το Όρος, όταν, πλέοντας για την Κύπρο μαζί με τον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή για να επισκεφθούν
τον Λάζαρο, αναγκάστηκαν εξαιτίας μιας μεγάλης τρικυμίας, από τις συνηθισμένες στη ΒΑ. πλευρά τού Άθω, να προσορμιστούν στη θέση όπου αργότερα ιδρύθηκε η Μονή των Ιβήρων. Στην περιοχή τότε δεν υπήρχαν άλλοι οικισμοί παρά τα ερείπια ενός ναού του Απόλλωνος. Η Παναγία, κατά την παράδοση, ενθουσιάστηκε με το μοναδικό τοπίο του Άθω και ζήτησε από τον Γιό της να της δωρίσει τη χερσόνησο. Τότε η παράδοση αναφέρει ότι ακούστηκε η φωνή του Χριστού, που αφιέρωνε αιώνια τον Άθω στην Παναγία: «Έστω ό τόπος ούτος κλήρος σος καί περιβόλαιον σον και παράδεισος, έτι δε και λιμήν σωτήριος των θελόντων σωθή ναι». Από τότε αφιερώθηκε το Όρος ως «κλήρος και περιβόλι της Παναγίας».
   Άλλη παράδοση αναφέρει ότι ό Μέγας Κωνσταντίνος, πρίν ακόμη χτίση την Κωνσταντινούπολη, θέλησε να χτίση την πρωτεύουσά του κοντά στον Ακάνθιο Ισθμό, πολύ σύντομα όμως παραιτήθηκε από το σχέδιο αυτό γιατί ό Άθως ήταν «Κλήρος ίδιος της Θεοτόκου», «Περιβόλι της Παναγίας» και έτσι το Όρος έμεινε αμόλυντο από το θόρυβο και την τύρβη της ζωής. Περιορίστηκε δε ο Μέγας Κωνσταντίνος να χτίση ναούς σε διάφορα μέρη του Αγίου Όρους(κατά τις μοναχικές παραδόσεις τα παλαιότερα μοναστήρια ιδρύθηκαν στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου), μεταξύ αυτών και το Πρωτάτο, πράγμα που δεν μαρτυρείται από καμμιά ιστορική πηγή. Ακόμη υπάρχουν ορισμένες παραδόσεις για την ίδρυση πολλών μοναστηριών του Όρους, όπως από τον Κώνσταντα, γιο του Μ. Κωνσταντίνου, για τη μονή Κωνσταμονίτου, την Πουλχερία για την μονή Ξηροποτάμου και άλλες.Τα μοναστικά αυτά κέντρα κατέστρεψε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, αλλά τα ανίδρυσαν μεγαλοπρεπέστερα ο Θεοδόσιος ο Μέγας και η Πουλχερία (Γ. Σωτηρίου,Το Άγιονί Όρος, σ. 18, 19. Κ. Βλάχου, Η χερσόνησος του Αγιου Όρους, σ. 13). Μια άλλη παλαιά αγιορείτικη παράδοση αναφέρει πως ο Μέγας Κωνσταντίνος έδιωξε από τον Άθω τους Τσάκωνες και τους εγκατέστησε στην Πελοπόννησο, για να παραδώσει τον τόπο στους μοναχούς (Π.Ι. Παναγιωτάκου, «Αρχείον Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου», έτος Δ’, τεύχ. 2, 1949, σ. 89, υποοημ. 4). Η παράδοση αυτή ίσως απηχεί μεταγενέστερα γεγονότα, που έχουν σχέση με την εγκατάσταση του στρατιωτικού σώματος των Τσακώνων στην περιοχή της Ανατολικής Λακωνίας, της Μονεμβασίας και του
   Οι αρχές της μοναστικής πολιτείας του Άθω, του καλουμένου και Αγίου και μεγάλου και μαύρου και καλού όρους, καθώς και η ιστορία των πρώτων ασκητών του Όρους καλύπτονται , σε μεγάλο μέρος, από ομίχλη και σκότος και δεν είναι δυνατόν, πάντοτε, να ξεχωρίσουν οι θρύλοι από τις ιστορικές παραδόσεις
   Φαίνεται πως η τάση για την εγκατάλειψη των εγκόσμιων και την καταφυγή στην έρημο παρατηρήθηκε στις αρχές του 4ου αιώνα ως αντίδραση, ως μια διαμαρτυρία στη δομή της τότε κοινωνίας. Η φυγή μεμονωμένων ατόμων και αργότερα, μετά τους διωγμούς, ομάδων χριστιανών δημιούργησε τις πρώτες μοναχικές κοινωνίες σε ερημικά και απροσπέλαστα μέρη, κοντά σε κάποιες πηγές, που αποτελούσαν μοναδικό στήριγμα στη ζωή των πρώτων αναχωρητών. Τα ιδανικά της μοναχικής ζωής, όπως διαμορφώθηκαν με το πέρασμα του χρόνου, ήταν η παρθενία, η ακτημοσύνη και η υπακοή. Μέσα για την πραγμάτωση τους η συνεχής σωματική και ψυχική άσκηση και η αέναη μυστική προσευχή προς τον Θεό. Με την απόλυτη απομόνωσή του και τη συνεχή προσευχή, ο μοναχός προσπαθεί να σώσει την ψυχή του, αφιερώνοντας ολοκληρωτικά την ύπαρξή του στον Θεό. Έμβλημα των μοναχών ήταν ανέκαθεν η πτωχεία ως προς τα υλικά και η αφοσίωσις εις τα πναυματικά. Από τις μεμονωμένες σκήτες και κελλιά, στα οποία κατά πρώτον εμόνασαν οι αγιορείτες πατέρες, εξελίσσεται ο μοναστικός βίος στην κατά λαύρας μορφήν και έπειτα στην ίδρυσιν μονών διεπομένων από κοινό οργανισμό.
   Τίποτε δεν είναι γνωστό με ασφάλεια για τον χρόνο εγκατάστασης των πρώτων αναχωρητών στον Άθω, καθόσον αυτή καλύπτεται , σε μεγάλο μέρος, από ομίχλη και σκότος. Η μερική ανάμνησις που παραδόθηκε σ’εμάς, μέσα από πολλά χειρόγραφα και σε πολλές παραλλαγές, για το όρος Άθω, όπως τα λεγόμενα «Πάτρια», τα Αγιορείτικα προσκυνητάρια, που συνετάχθησαν από τον ιατρό και μετέπειτα μητροπολίτη Δρύστρας Ιωάννη Κομνηνό (1657-1719) και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1701 στη Βενετία και πολλές φορές αργότερα , η «περίοδος του αγιωνύμου όρους του Άθωνος», που συνετέθη από το μητροπολίτη Νικαίας Πορφύριο (μετά λατινικής εισαγωγή παρά Montfaucon Paleographia Graeca εν Παρισιοις σελ. 501-509), άλλα πολυάριθμα δημωδέστερα έργα (συγγραφέντα μάλιστα από Αγιορείτες) ανάγουν τις αρχές του μοναστικού βίου στον Άθω, σε παλαιοχριστιανικούς χρόνους ή κατά προτίμησιν επί Κωνσταντίνου του Μεγάλου.    
    Για το θέμα αυτό έχουν υποστηριχθεί διαφορετικές απόψεις. Τό βέβαιον είναι, ότι ο μοναστικός βίος στον Άθω γίνεται εντονώτερος, όταν λόγω των επιδρομών ή κατακτήσεων των απίστων διελύθησαν ή παρήκμασαν τα μεγάλα μοναστικά κέντρα της Ανατολής και οι αρνηταί των εγκόσμιων εζήτησαν ασφαλέστερους τόπους ασκήσεως. Αυτό μάλιστα έγινε επί της Μακεδονικής δυναστείας.
   Μετά την οριστική εγκατάσταση των Αράβων στις επαρχίες της Αιγύπτου, της Συρίας και της Παλαιστίνης, πολλοί αναχωρητές των περιοχών αυτών (της Νιτρίας, της Θηβαΐδας, του Σινά, της Παλαιστίνης και του Καλάτ-Σιμάν) κατέφυγαν σε μέρη ερημικά και απροσπέλαστα της Μικράς Ασίας, λ.χ. στον Λάτμο (Λάτρο), τον Σίπηλο ή τον Βιθυνικό Όλυμπο, ο οποίος στα χρόνια κιόλας των Ισαύρων ονομαζόταν Άγιον Όρος. Φαίνεται όμως πως οι περιοχές αυτές κατοικήθηκαν από ερημίτες ήδη από τον 7ο αιώνα, ίσως στην αρχή από σιναΐτες μοναχούς (πρβλ.Σ. Καδά Το Άγιον Όρος, σ. 10).
   Τον 8ο αιώνα ή στις αρχές του 9ου κατά την περίοδο της εικονομαχίας, ιδίως στα χρόνια που εντάθηκαν οι διωγμοί, ίσως κατέφυγαν στον Άθω ομάδες εικονολατρών μοναχών. Τίποτα όμως δεν είναι βέβαιο. Η πρώτη θετική πληροφορία, που μνημονεύει Αθωνίτες μοναχούς, υπάρχει στα πεπραγμένα της Συνόδου κατά της Εικονομαχίας, στα χρόνια της αυτοκράτειρας Θεοδώρας. Και ο ιστορικός όμως του 10ου αιώνα Ιωσήφ Γενέσιος (έκδ. Βόνης, σ. 82} αναφέρει ότι ασκητές από τον Βιθυνικό Όλυμπο, την Ίδη και τον Άθω πήραν μέρος στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως (843) που αναστήλωσε τις εικόνες: «κατίασιν εκ του περιωνύμου Όρους Ολύμπου, « Αθω τε και της Ιδης, αλλά μην και του κατά Κυμινάν συμπληρώματος (θεοφόροι άνδρες) περιφανώς την όρθοδοξίαν κηρύτοντες...».Η μαρτυρία αυτή είναι θετική και μπορεί να στηριχθεί η άποψη ότι στα μέσα του 9ου αιώνα υπήρχαν στον Άθω εξέχοντας αναχωρητές ή και μοναχοί, που η φήμη τους είχε ξεπεράσει τα όρια του «τόπου της μετανοίας» τους, ώστε να προσκληθούν απο τη βασίλισσα να λάβουν μέρος στη σύνοδο που καταδίκασε την εικονομαχία. Για να έχουν όμως αναδειχθεί ήδη στα μέσα του 9ου αιώνα (843) ασκητές περίφημοι, λόγιοι, διδάσκαλοι, φημισμένοι για την αρετή και την πίστη τους στην Ορθοδοξία, ώστε να τους προσκαλέσουν στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, ακριβώς για να κατακυρώσουν με την αυθεντία και το κύρος τους στα θεολογικά ζητήματα την καταδίκη της εικονομαχίας, μπορούμε να υποθέσουμε οτι αρκετά χρόνια πριν θα ανθούσε ο ασκητισμός εκεί ή ότι θα είχαν καταφύγει εκεί αρκετοί μοναχοί από πολύ παλαιότερα χρόνια, ώστε να προσελκύσει ο τόπος εξέχοντες μοναχούς ή να αναδείξει ο Άθως, μεταξύ πολλών, τους αρίστους, που με τον καιρό απέκτησαν φήμη.
   Το αρχαιότερο αυτοκρατορικό έγγραφο για τον Άθω είναι ένα σιγίλλιο του αυτοκράτορα Βασιλείου Α’ του Μακεδόνα (872), που όμως δεν σώθηκε και που αναφέρεται στον Ιωάννη Κολοβό, τον ιδρυτή της ομώνυμης μονής κοντά στην Ιερισσό, στη διώρυγα του Ξέρξη (στον Πρόβλακα). Και σε δεύτερο έγγραφο του ίδιου αυτοκράτορα, του έτους 883, διαβάζουμε την πρόνοια του βασιλιά για τους μοναχούς:«αθόρυβους και αταράχους διάγειν, εύχεσθαί τε υπέρ της ημών γαληνότητος και υπέρ παντός των χριστιανών συστήματος, Όθεν και εξασφασλιζόμεθα πάντας, από τε στρατηγών, βασιλικών ανθρώπων και έως εσχάτου ανθρώπου του δουλείαν καταπιστευομένου, έτι δε καί ιδιώτας και χωριάτας, και έως του εν τω μύλωνι αλήθοντος, ίνα μη επηρεάση τις τους αυτούς μοναχούς, αλλα μηδέ καθώς ἐστί του Ερισσοῦ ἡ ενορία, και την έσω προς το του Άθωνος Όρους εισέρχεσθαί τινας, μήτε ποιμένας μετά των ποιμνίων αυτών, μήτε βουκόλους μετά των βουκολίων (Μ, Γεδεών, σ. 79). Κατά το τελευταίο τέταρτο του 9ου αιώνα υπήρχε μεγάλο πλήθος ερημιτών και σκήτες και μικρά κοινόβια και λαύρες γύρω από τον ισθμό, τον Πρόβλακα. Ήδη την εποχή αυτή διαπιστώνουμε πως σε κάποιο σημείο της περιοχής πιθανότατα ανάμεσα στο Ιβηρήτικο μετόχι «Πυργούστα» και την «Κομίτσα», λειτουργούσε ένα μοναστικό διοικητικό κέντρο, που είναι γνωστό με τον τίτλο «καθέδρα γερόντων», όπου Εξασκούσε ένα είδος εποπτείας και διοικήσεως των μοναστικών κοινοτήτων, μια ομάδα μοναχών εκπροσώπων των διαφόρων κοινοβίων και των ασκητών, με επικεφαλής τον Πρώτο (Κ. Βλάχου, Η χερσόνησος του Αγίου Όρους, σ. 23), Στη θέση αυτή, τρεις φορές τουλάχιστο τον χρόνο, συνεδρίαζαν οι γέροντες επικεφαλής διαφόρων μοναχικών σχημάτων, για να αποφασίσουν για βασικά προβλήματα της μοναστικής πολιτείας. Ανάμεσα στις σκήτες και τις μικρές μονές ιδιαίτερη δύναμη είχε αποκτήσει η Μονή Κολοβού κοντά στην Ιερισσό, με την απόσπαση, το 886, χαριστικών σιγιλλίων από τον γιο του αυτοκράτορα Βασιλείου Α’ του Μακεδόνα, τον Λέοντα ΣΤ’ τον Σοφό. Με τα σιγίλλια αυτά οι μοναχοί της Μονής Κολοβού έγιναν κύριοι όχι μόνο του Άθω, αλλά και της περιοχής των Σιδεροκαυσίων και των Χλομουτλών. Τα μοναστήρια του Μουστάκωνος, του Καρδιογνώστου, του Αθανασίου και του Λουκά προσαρτήθηκαν επίσης στη Μονή Κολοβού, στην οποίο υπαγόταν ακόμη και η Γερόντων Καθέδρα. Τον ίδιο χρόνο όμως κατόρθωσαν οι Αθωνίτες μοναχοί να επανορθώσουν την αδικία και να λάβουν νέο διορθωτικό σιγίλλιο από τον αυτοκράτορα, που ακύρωνε τα προηγούμενα που αποσπάστηκαν « κατά πανουργίαν» (Μ. Γεδεών, σ. 81).
   Η ιστορία έχει διασώσει δύο μεγάλα ονόματα του πρώϊμου μοναχικού βίου στον Άθω. Ο πρώτος είναι ο Πέτρος ο Αθωνίτης και ο δεύτερος ο Ευθύμιος Θεσσαλονίκης. Βιογραφία του Πέτρου του Αθωνίτη έγραψαν: ο Νικόλαος Σιναΐτης και ο Γρηγόριος ο Παλαμάς. Από τον βίο του οσίου Πέτρου μαθαίνουμε ότι, εκτός από τα άλλα μοναστήρια που μνημονεύσαμε, υπήρχε και η Μονή Κλήμεντος, από τις αρχές τουλάχιστον του 9ου αιώνα.
   Ο όσιος Πέτρος ήταν στρατιωτικός και υπηρετούσε στα αυτοκρατορικά τάγματα των Σχολαρίων. Αιχμαλωτίστηκε όμως από τους Άραβες και οδηγήθηκε στο φρούριο της Σαμάρα, στη Μεσοποταμία, από όπου ύστερα από περιπέτειες κατόρθωσε να ελευθερωθεί. Μοναχός εκάρη στη Ρώμη, αλλά γρήγορα, όταν περνώντας από τον Άθωνα ένα πλοίο στο οποίο επέβαινε σταμάτησε και δέν μπορούσε να προχωρήσει, θεώρησε δε αυτό θείο γεγονός και παρέμεινε στο Όρος όπου κατέφυγε σε απροσπέλαστες τοποθεσίες του Άθω, όπου εμόνασε 53 χρόνια έχοντας για τροφή άγρια χάρτα, χωρίς να συναντήσει άνθρωπο μέχρι λίγο πριν από τον θάνατό του.
   Η δεύτερη φυσιογνωμία του αθωνίτικου ασκητισμού είναι ο άγιος Ευθύμιος «ο εν Θεσσαλονίκη», που καταγόταν από τα μέρη της Αγκύρας (γεννήθηκε το 823). Όταν καταστράφηκε η μονή της ασκήσεώς του στον Όλυμπο της Μυσίας, στα χρόνια του Σχίσματος, κατέφυγε στον Άθω (859). Εκεί έζησε τρία χρόνια ως ερημίτης μέχρι το 862, οπότε τον βλέπουμε να ιδρύει λαύρα. Οι πειρατικές επιδρομές όμως των Σαρακηνών, που είχαν ορμητήριο την Κρήτη, ήταν μια φοβερή μάστιγα για τους ασκητές, που αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τη χερσόνησο του Άθω και να καταφύγουν στο εσωτερικό της Χαλκιδικής, στη Βρασταμού. Εκεί ο Ευθύμιος ίδρυσε μια καινούργια λαύρα. Ανάμεσα στους μαθητές του Ευθυμίου ήταν και ο Ιωάννης Κολοβός, που είδαμε ότι ίδρυσε τη λαύρα κοντά στην Ιερισσό, στη διώρυγα του Ξέρξη (869-Θ73).
   Η παράδοση θεωρεί ότι και η ερειπωμένη σήμερα Μονή του αγίου Βασιλείου, που βρίσκεται στην παραλία της Μονής Χελανδαρίου, σε μικρή απόσταση ΒΑ. του Αρσανά, πλάϊ στο νεκροταφείο της αρχαίας Χρυσής, ανιδρύθηκε από τον Άγιο Βασίλειο, έναν άλλο μαθητή του οσίου Ευθυμίου, επίσης τον 9ο αιώνα(Κ. Βλάχος. Η χερσόνησος του Αγίου Όρους. σ. 30).
   Σε σιγίλλιο του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού βλέπουμε ότι η έδρα του Πρώτου, η «Καθέδρα των Γερόντων», κοντά στη διώρυγα (ή δίολκο) του Ξέρξη, ονομάζεται ήδη το 911 «Παλαιό». Είχε συνεπώς μεταφερθεί στη νέα της θέση, στο κέντρο της χερσονήσου, στη «Μέση», όπως ονόμαζαν τότε τις Καρυές. Αυτό σημαίνει ότι στις αρχές του 10ου αιώνα ο μοναχισμός είχε απλωθεί σε όλο τον Άθω και δεν εξυπηρετούσε τους μοναχούς και τους ασκητές η παλιά θέση του Πρώτου στη διώρυγα, κοντά στην Ιερισσό, που εξυπηρετούσε αρχικά τα εκεί γύρω συγκεντρωμένα παλαιά κοινόβια και λαύρες. Στη Μέση κατοικούσε αρχικά μόνον ο Πρώτος, που τον εξέλεγαν οι μοναχοί όλων των μοναστηριών, και αυτός διοικούσε πνευματικά τον τόπο. Τρεις φορές τον χρόνο (τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου), συνέρχονταν εκεί οι αντιπρόσωποι των μοναστηριών, στην εκκλησία της καθέδρας του Πρώτου, το περίφημο «Πρωτάτον» (Α. Ξυγγόπουλου, Μανουήλ Πανσέληνος, σ. 9). Ο Πρώτος του Όρους είχε εξουσία εκκλησιαστική και δικαίωμα να φοράει πολυσταύριο φελόνι. όπως οι αρχιερείς. Είχε δικαίωμα επίσης να μετέχει στις συνόδους και τις συνελεύσεις των πατριαρχών, να χειροτονεί υποδιακόνους και αναγνώστες και να αποκαθιστά ηγούμενους και πνευματικούς στα μοναστήρια του Όρους.